“Κατεβαίνοντας το ποτάμι” του Δημήτρη Ηλ. Ρεντίφη

Κατεβαίνοντας το ποτάμι: Λογοτεχνικές μεταπλάσεις / Δημήτρης Ηλ. Ρεντίφης

Κατεβαίνοντας το ποτάμιΤα εν λόγω κείμενα είναι πυκνώσεις από επιρροές της φύσης, της ζωής, της πράξης, της κοινωνίας, της πολιτείας, της επιστήμης, της θρησκείας, της τέχνης και της ιστορίας, από επιδράσεις που ασκήθηκαν στον γράφοντα από τις συνακόλουθες με αυτούς τους τομείς της οντολογίας και της γνωσιολογίας παραγωγικές πρακτικές, όπως είναι τα ταξίδια, οι διανθρώπινες σχέσεις και τα διαβάσματα, καθώς και από πρωτεϊσμούς, ονειρικές προεκτάσεις, που αποτελούν το λογοτεχνικό πλήρωμα της ελικωνιάδας προαίρεσης και συνιστούν με τον εξωπραγματικό τους χαρακτήρα, κατ' αποκλειστικότητα, τη μυθολογία των περιεχομένων. Με λίγα λόγια, το παρόν βιβλίο είναι το σώμα από τα αποστάγματα που γέννησαν ο βιωματικός και διαλεκτικός τρόπος ετασμού της φύσης, της ζωής και του πολιτισμού και η ευδώρα ανάγκη μεταποίησης του αποθησαυρισμένου πλούτου σε ιστουργήματα. Έτσι, μπορεί να ερμηνευτεί με πειστικότητα η κίνηση, που είναι το κύριο γνώρισμα των κειμένων και που ως χρόνος, ως τέταρτη διάσταση, στην οποία εντάσσονται και συλλειτουργούν και οι άλλες τρεις διαστάσεις του στερεομετρικού κόσμου, καλύπτει αυξητικά τον αχανή χώρο και προσδιορίζει συμβατικά τα μεγέθη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Είναι γνωστό ότι η εποχή, στην οποία ζούμε, είναι χρησιμοθηρική, και οι άνθρωποι στρέφουν τα ενδιαφέροντά τους σε ό,τι είναι άμεσα ή βραχυπρόθεσμα χρήσιμο στη ζωή τους. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση και με αυτή την τακτική καταβάλλεται χωρίς αμφιβολία πρώτιστα προσπάθεια για αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας, αλλά παράλληλα και βεβαιότατα διαπιστώνεται ανεπίσχετη η ροπή προς εκμετάλλευση των ευκαιριών για προσωπικό όφελος, γεγονός που συνεπάγεται τη σύγχρονη κακοδαιμονία με όλα τα παρεπόμενά της. Ένα από αυτά τα παρεπόμενα είναι και η αδιαφορία των σημερινών ανθρώπων - και αναφερόμαστε στον κανόνα, όχι και στις εξαιρέσεις- προς τις λειτουργίες της ψυχής και του πνεύματος και συγκεκριμένα προς την πεζογραφία και την ποίηση.

“Εψές πήγα στο χορό των νερών, δώθε από τις μιμόζες. Ήταν ολοζώντανος: ανθεστηριακός, ορφικός, βασσαρικός, πυρρίχιos, ταυρικός, αδωνιαστικός.

Εψές τα νερά της γης χόρεψαν μπροστά μου ντυμένα με όλα τα χρώματα της Ίριδας. Χόρεψαν στη μέση της απέραντης πολιτείας, κάτω από το φεγγάρι, που είχε στο λαιμό του ένα θλιμμένο στεφάνι από πυρετούς. Ήταν θαυματικά.

Δε χόρεψαν βουβά. Χόρεψαν με μουσική ανήκουστη, αργή, γοργή, μεσοτονική. Χόρεψαν πρώτα την Άνοιξη, ύστερα την Αγάπη, ύστερα τη θύελλα, έπειτα τον Πόλεμο, κατόπιν το θάνατο και τελευταία την Ανάσταση.

Την Άνοιξη τη λίκνισαν σε ανίδωτου αηδονιού ευτυχία. Την Αγάπη σε αμάλαχτης μαργαρίτας κοντανασασμένη κατάφαση. Τη θύελλα σε ανατολίτη κουρνιαχτού στροβιλισμό. Τον Πόλεμο σε αχνάδα αντικατοπτρισμού πηγμένων αιμάτων. Το θάνατο σε βιβλικής φωτιάς γλώσσες ασίγαστες. Τέλος την Ανάσταση σε αποσταμένης λύτρωσης αλαργινόν απόηχο.

Είχε ο ψεσινός χορός κάτι σημαδιακά μαιανδρικό: μελισσινής γαλήνη ανέκφραστη μακαριότητα, εξομολογητικού ψίθυρου ορκισμένο τρεμούλιασμα, συντελειακού τυφώνα ανιστόρητη ταραχή, σκοτωμένης βαφής σκισμένη σιωπή, μουσκεμένων οστών υπόκωφο τριγμό και σκυφτών ίσκιων ατελεύτητη λιτανεία.

Δεν ξέρω πώς ακόμα να σας το πω. Πάντως εψές πήγα στο χορό των νερών, δώθε από τις μιμόζες, καυτερά διψασμένος σαν Αδάκρυτος, και έφυγα καυτερότερα αξεδίψαστος σαν Τάνταλος.”