Το μοντέρνο κάλλος της αρχαίας Θήβας

Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο είναι μία ευκαιρία για να διεκδικήσει η πόλη τη θέση της στον τουριστικό και αρχαιολογικό χάρτη

Του Δημητρη Ρηγοπουλου

Από την κεντρική πλατεία της Θήβας το Αρχαιολογικό Μουσείο απέχει μόνο πέντε λεπτά με τα πόδια. Γενιές Θηβαίων προσπάθησαν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι αυτό το ανώνυμο, ταπεινό σπίτι εκπροσωπεί, τρόπον τινά, την περηφάνια της πόλης τους. Οι άστεγες, στοιβαγμένες αρχαιότητες στον περιβάλλοντα χώρο του «μουσείου» δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια...

Υστερα από έναν τόσο μελαγχολικό πρόλογο, η ολοκλήρωση της επέκτασης του Αρχαιολογικού Μουσείου μέσα στον Ιούνιο είναι, φυσικά, το γεγονός της χρονιάς για τη Θήβα. Από τον Δήμαρχο έως τον πιο πεσιμιστή κάτοικο της πόλης, σχεδόν όλοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στο νέο κτιριακό συγκρότημα που ενσωματώνει και την προπολεμική κατασκευή. Συνομολογούν ότι ναι, αυτή είναι μία σπουδαία ευκαιρία για να διεκδικήσει η Θήβα τη θέση της στον τουριστικό και αρχαιολογικό χάρτη της χώρας.

Κι έτσι είναι. Γιατί όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αυτό το εξαιρετικά σημαντικό κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου βρίσκεται εκτός των κλασικών τουριστικών διαδρομών. Τα πούλμαν που ξεκινούν από την Αθήνα για τους Δελφούς προσπερνάνε τη Θήβα· μόνο αφοσιωμένοι αρχαιολάτρες μπαίνουν στον κόπο.

Και πώς να γίνει διαφορετικά; Η Θήβα πληρώνει παλιές αμαρτίες, ολόκληρη η σύγχρονη πόλη οικοδομήθηκε πάνω στην αρχαία, επομένως δεν υπάρχουν περιθώρια για ανασκαφές. Τον επισκέπτη δεν τον περιμένουν οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι, παρά μόνον σποραδικά λείψανα του αρχαίου κάλλους, σκόρπια εδώ κι εκεί. Ενδεικτικά, η οικία του Αμφιτρύωνα, πατριού του μυθικού ήρωα Ηρακλή, απλώνεται στη σκιά μιας επταώροφης πολυκατοικίας που χτίστηκε πρόσφατα.

Πολιτιστική καταστροφή

Για τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Μιχάλη Σουβατζίδη, τον άνθρωπο που ανέλαβε τη μελέτη του νέου μουσείου (σε συνεργασία με τους συναδέλφους του Α. Πάνου, Ε. Σουβατζίδη, Β. Μητσόπουλο, Σ. Φραδέλου και Ν. Κουτσουμάλη) και παρακολουθεί εναγωνίως την κατασκευή του τα τελευταία δύο χρόνια, ό,τι συνέβη στη σύγχρονη Θήβα συνιστά πολιτιστική καταστροφή. «Τα ευρήματα μεμονωμένα και αποσπασματικά βρίσκονται στις εκσκαφές των κτιρίων της πόλης και ή θάβονται ή αναδεικνύονται σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως η πρόσφατη ανακάλυψη της πατρογονικής εστίας του Ηρακλή που βρίσκεται ανάμεσα σε πολυκατοικίες».

Αυτή η αντιφατική, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στις δύο πόλεις, την σύγχρονη και την αρχαία, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύλληψη της κεντρικής ιδέας για την επέκταση του μουσείου.

«Προσπάθησα σε αυτόν τον ελεύθερο χώρο που μου δόθηκε, και που σημειωτέον βρίσκεται εντός των αρχαίων τειχών, να διατηρήσω ανέπαφα όλα τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα και να τα εντάξω στη λύση. Κεντρικός μου στόχος ήταν με τη μορφή και τη διάταξη των κτιρίων καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο να αναβιώσω τρόπον τινά τις αρχαϊκές εικόνες της πολιτιστικής κληρονομιάς», λέει ο κ. Σουβατζιδης.

Ετσι τα κτίρια απηχούν μια σύγχρονη μορφή αρχαίου μεγάρου με σύγχρονα υλικά: μπετόν αρμέ ανεπίχριστο, έγχρωμους τσιμεντόλιθους, αλουμίνιο και μπρούντζο. Και οι αναφορές στο λαμπρό παρελθόν πυκνώνουν όσο ο επισκέπτης προσεγγίζει το συγκρότημα. Η είσοδος έγινε επταμερής, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των επτά πυλών της αρχαίας πόλης. Ο εσωτερικός χώρος έχει μαρμάρινα δάπεδα από την ευρύτερη περιοχή (Δομβραίνης, μπεζ ώχρα στους εκθεσιακούς χώρους και γκρι σταχτί στους διαδρόμους κυκλοφορίας) και στην οροφή του τα φατνώματα που φέρνουν το φως βάφτηκαν χρυσά, ώστε ο επισκέπτης να έχει τη εντύπωση ότι αντικρίζει το Απολλώνιο φως, οι μάντρες έγιναν ψηλές και αρκετά χοντρές για να ανακαλούν στη μνήμη μας τα ισχυρά τείχη της πόλης. Αλλά και η βασική ιδέα της έκθεσης των ευρημάτων και η εσωτερική διάρθρωση του μουσειακού χώρου παραπέμπουν και θέλουν να αναπαραστήσουν την πρωτογενή εικόνα της ανασκαφής. Τα τρία στοιχεία της ανασκαφικής εμπειρίας, το φυσικό φως, το χώμα και το μαρμάρινο μέλος, συνυπάρχουν στο εσωτερικό του μουσείου.

Για να εξασφαλιστεί η σύνδεση παλαιού και νέου κτιρίου, χρησιμοποιήθηκε ένας διάδρομος-στοά, που περιβάλλει το παλιό κτίριο, καθορίζει την εσωτερική πορεία του νέου μουσείου και είναι το συνδετικό στοιχείο των δύο κτιρίων, ενώ συγχρόνως τα ξεχωρίζει και τα ανεξαρτητοποιεί κατασκευαστικά με την ενδιάμεση αυτή τοποθέτηση και το ελαφρύ υλικό της κατασκευής της. Οι στοές αυτές είναι μεταλλικές στο χρώμα της σκουριάς. Οι στοές αυτές καθορίζουν την κυκλοφορία του νέου μουσείου και οργανώνουν τις δύο αυλές, την εσωτερική με το αίθριο και την εξωτερική με τον μεσαιωνικό πύργο Σαιντ Ομέρ, ενώ εξασφαλίζουν προφυλαγμένη κυκλοφορία για τους επισκέπτες, στάση και καθιστικά, παράλληλα με την οργάνωση γραμμικού ή ημιυπαίθριου χώρου έκθεσης γλυπτών και τοιχογραφιών ή μωσαϊκών. Ο μεγάλος υπαίθριος χώρος όπου βρίσκονται και η είσοδος του μουσείου και ο πύργος του Σαιντ Ομέρ, έγινε προσπάθεια να πάρει τη μορφή εσωτερικής αυλής με τις στοές που τον περιβάλλουν, για να εκτεθούν τα αμέτρητα ευρήματα του μουσείου. Ετσι ο πύργος εντάσσεται ουσιαστικά στον υπαίθριο χώρο σαν μια «μετεξελιγμένη μορφή καθολικού σε εσωτερική αυλή μοναστηριού». Από τον υπαίθριο αυτό χώρο και μέσω της βόρειας αυλής υπάρχει ανεμπόδιστη οπτική επαφή με τον λόφο του Αμφείου.

Τα δόντια του Δράκοντα

Η εσωτερική αυτή αυλή οργανώνεται με την τοποθέτηση σε τετραγωνικό κάναβο πέντε μέτρων αρχαίων ευρημάτων (κύβων) και μικρών μονοπατιών. Η τοποθέτηση των αρχαίων κύβων που μοιάζουν σαν να φύτρωσαν στο κέντρο κάθε τέτοιου κάναβου, παραπέμπει στον αρχαίο μύθο των Σπαρτών που φύτρωσαν όταν ο Κάδμος έσπειρε τα δόντια του Δράκοντα. Στο δυτικό άκρο του οικοπέδου δημιουργείται ένας τρίτος υπαίθριος χώρος όπου και αναδεικνύονται όλα τα σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών και συνεχίζεται σαν ημιυπαίθριος χώρος κάτω από το μουσείο προστατευμένος, αλλά και σε οπτική επαφή με το εσωτερικό του μουσείου μέσω γυάλινου πατώματος.

Η ντροπή των έκθετων αρχαιοτήτων ευτυχώς ανήκει οριστικά στο παρελθόν.